(ε)ξορκισμός

(ε)ξορκισμός
ο
1) заклинание, мольба; 2) изгнание злых духов; заклинание;

κάνω (ε)ξορκισμό — произносить заклинание, заклинать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "(ε)ξορκισμός" в других словарях:

  • ξορκισμός — ο [ξορκίζω] το ξόρκισμα …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξορκισμός — ο 1. η επιβολή όρκου σε κάποιον. 2. η απομάκρυνση των κακών πνευμάτων με προσευχές, ιεροπραξίες ή μαγικά μέσα. 3. και ξόρκι, το προσευχή, ιεροπραξία ή μαγικό μέσο για απομάκρυνση των κακών πνευμάτων ή για γιατρειά αρρώστου ή άρρωστων μελών του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξορκισμός — Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και… …   Dictionary of Greek

  • ξόρκι — το προσευχή, μαγικό μέσο για την απαλλαγή από κακό ή αρρώστια, ξορκισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»